Του Ανδρέα Σπανουδάκη
«Το πιο μακρύ ταξίδι μου εσύ, εσύ το όνειρο της μέρας, μικρή πατρίδα…»
Δεν ξέρω αν ο στιχουργός έγραψε αυτο το τραγούδι για την «γενέθλια πόλη» ή αν ήταν κάποιο άλλο το ερέθισμα. Λίγη σημασία έχει. Σημασία έχει, ο καθένας μας ποια κυριολεκτική έννοια του δίνει, ποια θέση έχει στην καρδιά του. Για μένα είναι ένα διαρκές ταξίδι στο χρόνο, στην ιστορία, στις αναμνήσεις. Μπορεί να υπάρξει χρόνος χωρίς ιστορία, χωρίς αναμνήσεις; Μπορείς να ζήσεις χωρίς ιστορία, χωρίς αναμνήσεις; Μ΄ αυτά τα δυο στοιχεία σχηματοποιείς το χρόνο. Του δίνεις «μορφή» μ΄αρώματα, με χρώματα, με συναισθήματα, με επιθυμίες.
Αυτή είναι η γενέθλια πόλη μου. Και η καρδιά της είναι η Δημοτική Αγορά. Αν θέλεις να καταστρέψεις αυτήν την πόλη «ξερίζωσε» την καρδιά της, σταμάτησε την «ανάσα» της.
Η Δημοτική Αγορά θεμελιώθηκε το 1911 και εγκαινιάστηκε το 1913 στις 4 Δεκεμβρίου από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, ορόσημο για την Ένωση της Κρήτης με την Ελλάδα, αλλά και υπόμνηση των απελευθερωτικών αγώνων των Κρητικών.
Από τότε πέρασε πάνω από ένας αιώνας. Ο αείμνηστος Δήμαρχος Εμμαν. Μουντάκης κατέστρεψε ένα μνημείο, τις βενετσιάνικες οχυρώσεις της Παλιάς Πόλης, για να χτίσει ένα άλλο μνημείο. Από κει πήρε το δομικό υλικό. Την πέτρα. Από τότε πέρασε πάνω από ένας αιώνας. Και πόσοι αιώνες πιο πίσω οι Βενετσιάνοι και οι Τούρκοι;
Αν «αφουγκραστείς» αυτές τις πέτρες, αντιλαμβάνεσαι ότι είσαι στο επίκεντρο μιας αέναης κίνησης που σε μεταφέρει στο απώτατο παρελθόν. Εκεί ζουν «τα πρόσωπα της ιστορίας», οι πρωταγωνιστές και οι κομπάρσοι με το σκηνικό και ενδυματολογικό της εποχής μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται η δραματική και η καθημερινή ιστορία τους.
Αν «αφουγκραστείς» αυτές τις πέτρες: Πέρασε από πάνω τους ο «σκληρός» βοριάς, ο «ασυμβίβαστος» νοτιάς, ο «απειλητικός» γαρμπής. Πόσες καλημέρες και πόσες καληνύχτες άκουσαν αυτές οι πέτρες; Πόσες λύρες και πόσα λαούτα τους έπαιξαν το τραγούδι «Πότε θα κάνει ξαστεριά»; Πόσοι «κουζουλοί» Κρητικοί και πόσες μελαχρινές Κρητικοπούλες χόρεψαν δίπλα τους;
Αντίκρισαν με δέος τους Βενιζέλους, «χαιρέτησαν με σεβασμό» τον Αναγνώστη Μάντακα. «θαμπώθηκαν» από την ομορφιά του πρίγκηπα αρμοστή Γεώργιου.
Κύλησε πάνω από ένας αιώνας από τότε. «Ρυτίδωσαν» οι πέτρες, αγρίεψε η θωριά τους αφού χάθηκε το μεράκι του πελακάνου που τις τσαπετάρισε, μαράθηκε το θάμπος της Δημοτικής Αγοράς. Και μαζί του «μαράθηκε» και η ιστορία αυτού του τόπου. Πόσοι Δήμαρχοι πέρασαν από τότε; 10, 20, 30; Ένας Δήμαρχος την έκτισε και 30 άλλοι δεν στάθηκαν ικανοί να την φροντίσουν. Να αξιοποιήσουν και τον περιβάλλοντα χώρο έκτασης 1700 τετραγωνικών. Πανάθλια εικόνα, προσβλητική για την ιστορική πρωτεύουσα της Κρήτης.
Σ΄ αυτόν τον τόπο το δύσκολο ήταν πάντα το αυτονόητο. Το σίγουρο είναι ότι για να αντέξει κάτι στο χρόνο πρέπει να το ποτίσεις με αλμύρα: Με ιδρώτα και δάκρυα!!!